- επιλήψιμος
- -η, -οεπίρρ. -α που δίνει αφορμή για επίκριση, ο αξιοκατάκριτος: Η διαγωγή της είναι επιλήψιμη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἐπιλήψιμος — reprehensible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιλήψιμος — η, ο (AM ἐπιλήψιμος, ον) [επίληψις] αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο επίμεπτη συμπεριφορά αρχ. αυτός που μπορεί να πιαστεί … Dictionary of Greek
ἐπιλήψιμον — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem acc sg ἐπιλήψιμος reprehensible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίμου — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίμους — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιληψίμων — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήψιμα — ἐπιλήψιμος reprehensible neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιλήψιμοι — ἐπιλήψιμος reprehensible masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεπίληπτος — η, ο (Α ἀνεπίληπτος, ον) μη επιλήψιμος, άμεμπτος, άψογος, τέλειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + επίληπτος (< επιλαμβάνω) «αξιοκατάκριτος, επιλήψιμος»] … Dictionary of Greek
άτσαλος — η, ο (Μ ἄτσαλος, η, ον) 1. ακατάστατος, ατημέλητος 2. άπρεπος, άκοσμος 3. βρόμικος 4. κακοφτιαγμένος, δύσμορφος νεοελλ. αδέξιος μσν. 1. ακατάστατος ηθικά, επιλήψιμος 2. (για φαγητό) βαρύς, βλαβερός. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < αρχ.… … Dictionary of Greek